ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΤΑΛΑ (ΜΕΤΟΧΙ Ι.Μ. ΑΣΩΜΑΤΩΝ ΠΕΤΡΑΚΗ)

Η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Κουταλά, βρίσκεται στους πρόποδες του Υμηττού, λίγο πιο κάτω από το Στρατόπεδο Σακέτο Βύρωνα, μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον στα νότια όρια του αισθητικού δάσους Καισαριανής.

Χρονολογία ανεγέρσεως της Ιεράς Μονής : Η παλαιότερη χρονολόγηση τοποθετεί την Ιερά Μονή στις αρχές του 15ου αιώνος μ.Χ., κάπου στο μεταίχμιο μεταξύ υστεροβυζαντινής – μεταβυζαντινής, ενώ άλλοι διακεκριμένοι αρχαιολόγοι τοποθετουν την ανέγερσή της ένα με δύο αιώνες αργότερα.

Τύπος Καθολικού: Μονόκλιτη, τριμερής βασιλική μετά τρούλλου.

Η Μονή είναι αφιερωμένη στον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο.

Σήμερα αποτελεί μετόχι της Ιεράς Μονής Πετράκη και λειτουργεί ως γυναικεία Μονή.

Η Μονή, που μνημονεύεται από τον Δημήτριο Καμπούρογλου ως Άγιος Γεώργιος Κουταλέας, έλαβε το προσωνύμιο της σύμφωνα με τον Α. Ορλανδό, από την γνωστή παλαιά Αθηναϊκή οικογένεια των Κουταλάδων.

Η λαϊκή παράδοση – μυθολογία θέλει όμως την ευρύτερη περιοχή να σχετίζεται με έναν άθλο του Ηρακλή και συγκεκριμένα την εξολόθρευση του λιονταριού του Κιθαιρώνα. Ο Ηρακλής φέρεται να εναπόθεσε στους πρόποδες του Υμηττού το τεράστιο ρόπαλο από γερό ξύλο (την κουτάλη) με το οποίο φόνευσε λιοντάρι και έκτοτε η περιοχή αποκαλείτο Κουταλάς.

Η Μονή του Αγίου Γεωργίου, αν και από το έτος 1971 μ.Χ. έχει αρχίσει να επαναλειτουργεί ως γυναικείο Μοναστήρι, εν τούτοις παραμένει σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό. Για το γεγονός αυτό ευθύνεται κυρίως η πλήρης ανυπαρξία γραπτών, καθότι δεν έχουν ανευρεθεί κτητορικές ή μεταγενέστερες ανακαινιστικές επιγραφές, αλλά ούτε και σιγίλλια που να αναφέρονται στο μοναστήρι.

Μόλις το 17ο αιώνα μ.Χ. έχουμε τις πρώτες γραπτές αναφορές για το Καθολικό του Αγίου Γεωργίου στα ταξιδιωτικά απομνημονέυματα του Γάλλου περιηγητή Jacob Spon και τού Άγγλου George Wheler (το πρωτότυπο έργο μπορείτε να το κατεβάσετε από εδώ στα Γαλλικά).

Το έτος 1.676 μ.Χ. που επισκέφθηκαν το χώρο, το μοναστήρι είχε ήδη ερειπωθεί προ πολλού και ως εκ τούτου περιορίστηκαν σε μια απλή αναφορά στον πλήρως εγκαταλελειμμένο ναό του Αγίου Γεωργίου. Κατά την τουρκοκρατία μάλιστα, ο ναός χρησιμοποιείτο ως ποιμνιοστάσιο με τους βοσκούς να μην διστάζουν να ακόμα και να ανάβουν στο εσωτερικό του φωτιά για να ζεσταθούν! Αυτός είναι και ο λόγος που οι εσωτερικά οι τοίχοι του Ναού είναι κατάμαυροι από την κάπνα.

Παρά ταύτα Άγγλος περιηγητής στις σημειώσεις του, περιέλαβε μια ιδιαίτερη χρήσιμη πληροφορία για τους ιστορικούς, μια λαϊκή παράδοση δηλαδή, ότι ο Ναός του Αγίου Γεωργίου, ιστορείτο από τα χρόνια της φραγκοκρατίας.

Μη έχοντας άλλα δεδομένα για την χρονολόγηση του μοναστηριού, οι ειδικοί στηρίχθηκαν αποκλειστικά στα τεχνικά πορίσματα της αρχαιολογίας και της αρχιτεκτονικής των κτισμάτων του. Βάσει αυτών, μια σημαντική μερίδα αρχαιολόγων τοποθέτησαν την ανέγερσή της Μονής περί τα μέσα του 15ου αιώνος μ.Χ., μια περίπου δεκαετία προ της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειτο για μια εποχή δύσκολη με την βαριά και καταθλιπτική ατμόσφαιρα της (μεταίχμιο Φραγκοκρατίας – Τουρκοκρατίας) να αποτυπώνεται πλήρως στον Καθολικό της.

Κύρια στοιχεία της χρονολόγησης αποτέλεσαν:

– η απλούστατη τοιχοδομία του Καθολικού.

– η ταπεινή και λιτή δομή του Ναού,

– το δάπεδο του Ιερού, που έχει κατασκευασθεί από καθαρά βυζαντινό δομικό υλικό,

– η ερειπιώδης κατάσταση της παλιάς τράπεζας, του οψοφυλακίου και των λοιπών κτισμάτων.

Δεδομένου ότι το καθολικό του ναού κτίσθηκε υπό το φάσμα της Οθωμανικής κατακτήσεως και κάτω από την Φράγκικη κυριαρχία, δεν είχε εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να διεκδικήσει σοβαρές καλλιτεχνικές αξιώσεις. Αυτές άνηκαν σε άλλες εποχές. Ο 15ος αιώνας μ.Χ. ήταν αιώνας θρήνου και πόνου για την Ρωμιοσύνη άλλωστε.

Παρά ταύτα ο αρχιμάστορας του ναού του Αγίου Γεωργίου, επέτυχε να συνδυάσει δεξιοτεχνικά διαφορετικών εποχών στοιχεία της βυζαντινής ναοδομίας, ώστε να παρουσιάσει με τα ελάχιστα δυνατά υλικά μέσα, ένα αποτέλεσμα που αποπνέει ιδιαίτερη χάρη.

Συγκεκριμένα κατασκεύασε, μία επιμήκη (μήκους 9,68 μέτρων) μονόκλιτη βασιλική μετά τρούλλου και νάρθηκα, παρά το μικρό της μέγεθος.

Το πλάτος του ναού περιέργως δεν είναι παντού ομοιόμορφο, γεγονός που του προσδίδει μια ιδιάζουσα εσωτερική γραφικότητα. Συγκεκριμένα το πλάτος του Ιερού κυμαίνεται από 2,95 έως 2,54 μέτρα, του κυρίως ναού είναι 3,35 μέτρα (αντίστοιχο με τη διάμετρο του τρούλλου), ενώ του νάρθηκα είναι λίγο μικρότερο, 3,20 μέτρα δηλαδή.

Ταυτόχρονα, το πάχος των εξωτερικών τοίχων του ναού είναι περιέργως μεγάλο (0,60 έως 0,70 μέτρα), αν συνυπολογιστεί το μικρό μέγεθος του και το ήπιο κλίμα της περιοχής.

Αναντιστοιχία αναλογιών συναντάται και στο γραφικό τρούλλο του Καθολικού. Αν και η περίμετρός του είναι 14,4 μέτρα, το ύψος του είναι εμφανώς χαμηλό, μόλις 5,10 μέτρα. Τα 4 μικρά παραθύρα του τρούλλου είναι προσανατολισμένα στα 4 σημεία του ορίζοντα, αποτελώντας ταυτόχρονα και σημεία προσανατολισμού για τον επισκέπτη.

Ένα ακόμα σπάνιο φαινόμενο είναι η μη τοποθέτηση της κόγχης της Αγίας Τράπεζας στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του Καθολικού, καθότι απέχει 1 μέτρο από τη βόρεια και μόλις 0,35 μέτρα από τη νότια πλευρά του.

Ταυτόχρονα και ο προσανατολισμός του Αγίου Γεωργίου είναι λανθασμένος, παρουσιάζοντας μια μεγάλη απόκλιση της τάξεως των 45ο μοιρών προς βορρά. Αν και δεν πρόκειται για μοναδική περίπτωση στα χρονικά (π.χ. το Καθολικό του Αγίου Ιωάννου Καρέα παρουσιάζει 22ο απόκλιση πάλι προς βορρά), παρά ταύτα δεν ήταν καθόλου σύνηθες κάτι τέτοιο στην βυζαντινή πρακτική και πραγματικότητα.

Οι διαφορές αυτές δεν πρέπει επουδενί πάντως να αποδοθούν σε κατασκευαστικό λάθος, αλλά σαφώς σε εσκεμμένες εφαρμογές τεχνασμάτων για λόγους αισθητικούς και πρακτικούς, προκειμένου να αποκτήσει ο ναός μια ιδιαίτερη μορφή και ιδιοπροσωπία.

Η τοιχοδομία του ναού είναι απλούστατη, αποτελούμενη από αργούς λίθους συνδεόμενους με άφθονο κονιάμα. Μοναδικό στοιχείο καλλωπισμού των εξωτερικών πλευρών αποτελούν κάποια ευδιάκριτα τεμάχια μαρμάρων, διαφορετικού μεγέθους και είδους, που παρεμβάλλονται ανάμεσά στους λίθους. Στον τρούλλο διακρίνεται μια μικρή διακοσμητική ζώνη από διπλή σειρά πλίνθων που παρεμβάλλεται, μεταξύ του τυμπάνου του τρούλλου και της κεραμώσεως του ναού. Ο σταυρός του τρούλλου είναι μεταγενέστερος και άνευ καλλιτεχνικής αξίας.

Εκάστη πλάγια πλευρά του ναού ενισχύεται με 2 ισχυρές λίθινες αντηρίδες, οι οποίες είναι πιθανότατα μεταγενέστερες του αρχικού κτίσματος. Η ογκώδης και ακαλαίσθητη παρουσία τους, προς χάριν της δομικής σταθερότητας, ζημιώνει την αισθητική παρουσία του μνημείου, προσδίδοντας του όμως ταυτόχρονα μια ιδιάζουσα όψη.

Στην δυτική πλευρά του Καθολικού πάνω από την κύρια είσοδο, απαντάται ως αναμένετο σε μια μικρή ανακουφιστική κόγχη, ο προστάτης της Ιεράς Μονής, ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος. Παρότι η αγιογραφία είναι λαϊκής τεχνοτροπίας, εν τούτοις παραμένει ιδιαίτερα εκφραστική. Αξίζει κάποιος να προσέξει επίσης τη βάση της κόγχης, που αποτελείται από τεμάχιο αρχαίου υπέρθυρου.

Εσωτερικά, η βασιλική του Αγίου Γεωργίου είναι ιστορημένη με τοιχογραφίες βυζαντινής τεχνοτροπίας πιθανότατα χρονολογούμενες στις αρχές του 16ου αιώνος μ.Χ.. Δυστυχώς η φθορά, που έχουν υποστεί από την πλήρη εγκατάλειψη του μνημείου κατά την πάροδο των αιώνων, τις έχει καταστήσει δυσδιάκριτες στο σύνολό τους. Αντίθετα το ξύλινο τέμπλο είναι των αρχών του 20ου αιώνος μ.Χ. και στερείται οποιαδήποτε καλλιτεχνικής αξίας.

Το δάπεδο του Ιερού είναι επιστρωμένο με ιδιαίτερα καλαίσθητες πορφυρού χρώματος και βυζαντινής εποχής πλάκες, διαστάσεων 0,32 χ 0,32 μέτρων. Ο φωτισμός του ναού ήταν και παραμένει εσκεμμένως λιγοστός, με ελάχιστα παράθυρα, για την πνευματική ανάταση του πιστού διά της δημιουργίας κατανυκτικού κλίματος.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι ως τα μέσα του 20ου αιώνος μ.Χ., παρέμεναν έστω και σε ερειπιώδη κατάσταση δυο ακόμα κτίρια της Μονής. Πρόκειται για την παλαιά τράπεζα, απέναντι από την είσοδο του Καθολικού, και το προσκολλημένο σε αυτή, οψοφυλάκιο. Τα λοιπά δομικά λείψανα από το κτιριακό συγκρότημα της παλαιάς αρχική μονής έχουν υποστεί ριζική αλλοίωση από πρόσφατες μετασκευές, χάνοντας πλήρως την αρχική τους φυσιογνωμία.

Πρόκειται για κτίσμα σύγχρονο του καθολικού (μέσα του 15ου αιώνος μ.Χ.) με παρόμοια τοιχοδομία. Η τράπεζα ήταν αρκετά ευρύχωρος (μήκους 10,53 μέτρων, πλάτους 3 μέτρων και αγνώστου ύψους λόγω καταρρεύσεως της οροφής), γεγονός που υποδηλώνει ότι κατά το παρελθόν ήκμασε μια σχετικά σημαντική μοναστική κοινότητα στον συγκεκριμένο χώρο.

Οψοφυλάκιο καλείται το μικρό κοινόχρηστο κελί, πλησίον της τραπέζης, που χρησιμεύει ως βοηθητική αποθήκη τροφίμων. Κατά κανόνα παρεμβάλλεται μεταξύ της Εστίας και της Τραπέζης. Εν προκειμένω στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Κουταλά, διασώζεται μέχρι σήμερα ένα παλαιότατο πιθάρι μεγάλου μεγέθους, για τη φύλαξη κρασιού ή λαδιού, γνήσιο κατασκεύασμα βυζαντινής εποχής, μισοβυθισμένο στο χώμα.

Η Μονή ανήκει στην Ι. Μητρόπολη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού.

Πηγή: www.byzantineathens.com

ΝΟΜΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ


Chat