ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΝΕΟΥ

Στην ορεινή και ιδιαίτερα γραφική περιοχή του Φενεού Κορινθίας (μια περιοχή που είναι γνωστή και ως «Κορινθιακή Ελβετία»), κοντά στο χωριό Γκούρα, στα όρια με τον νομό Αχαΐας, βρίσκεται η ανδρική Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού. Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Φενεού χαρακτηρίζεται ως «νέα» για να διακρίνεται από την παλαιά Ιερά Μονή που βρισκόταν νοτίως της σημερινής, χαμηλότερα, σε απόσταση 1,7 χλμ.

Από την παλαιά Μονή (Παλαιοµονάστηρο) διασώζεται µόνο ο ναός (του Αγίου Φανουρίου), που σήμερα δεσπόζει στη τεχνητή λίμνη Δόξα, σ’ ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς. Κατά την παράδοση, η παλαιά Μονή ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από κάποιον μοναχό, ο οποίος καταγόταν από τα Καλάβρυτα. Η μεταφορά της Μονής στη σημερινή της θέση έγινε εξ αιτίας των πλημμυρών της λίμνης Φενεού, η οποία πολλές φορές κατέκλυζε ολόκληρο το λεκανοπέδιο και απειλούσε τα παραλίμνια χωριά. Στο τέλος του 17ου αιώνα φαίνεται ότι σημειώθηκε η μεγαλύτερη πλημμύρα. Τότε τα νερά έφθασαν και κατέκλυσαν την παλαιά Μονή με αποτέλεσμα οι μοναχοί να αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν και να αναζητήσουν ψηλότερα, άλλη ασφαλέστερη τοποθεσία. Όπως μαρτυρεί επιγραφή εκατέρωθεν της εισόδου της νέας Μονής, αυτό έλαβε χώρα το 1693.

Η Ι. Μονή ήταν Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή, δηλαδή υπαγόταν απ’ ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και όχι στο Μητροπολίτη της περιοχής. Στα θεμέλιά της έφερε «σταυροπήγιον», δηλαδή σταυρό που είχε στείλει για το σκοπό αυτό ο Πατριάρχης.

H Μονή αποκαλείται «του Φονιά» από το όνομα του πλησιέστερου χωριού Φονιά. Η λέξη Φονιά ή Φονιάς είναι πιθανόν παραφθορά της αρχαίας λέξεως Φενεός. Όπως αναφέρει σιγίλλιο του Πατριάρχη Παϊσίου, του έτους 1740, πενήντα χρόνια περίπου μετά  την ίδρυσή της, δηλαδή λίγο πριν από το 1740, η Μονή κάηκε εντελώς: «πυρίκαυστον εγένετο, εξ ολοκλήρου πυρποληθέν… μη μόνον την οικοδομήν αυτού άπασαν, αλλά και πάντα τα εμπεριεχόμενα αυτώ ανέκαθεν πατριαρχικά σιγιλλιώδη γράμματα». Η Μονή αναγεννήθηκε εκ τέφρας, με τη συνδρομή των προεστών Παγκρατίου, Ανθίμου, Παρθενίου και Ανανίου, ηγουμενεύοντος του Δοσιθέου το 1745. Προηγουμένως, το 1754, είχε αγιογραφηθεί ο ναός από τον εξ Ιωαννίνων ζωγράφο Παναγιώτη.

Κατά το β΄ ήμισυ του 18ου αιώνα, η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου Φενεού απέκτησε δύναμη και πλήθος μοναχών συνέρρευσαν συγκροτώντας ισχυρή μοναχική αδελφότητα. Έχοντας αρκετούς μορφωμένους μεταξύ των μοναχών της, η Μονή «υπήρξε το κέντρον εν τη ορεινή Κορινθία ένθα προπαρεσκευάσθη ή περιοχή αύτη διά την Επανάστασιν». Η Μονή υπήρξε όχι μόνο θεματοφύλακας των θρησκευτικών και εθνικών παραδόσεων στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, αλλά μεγάλο επαναστατικό κέντρο στα χρόνια του μεγάλου Αγώνα. Κατά την οθωμανική κυριαρχία διατηρούσε Κρυφό Σχολειό. Ο τότε ηγούμενος Ναθαναήλ, αλλά και πολλοί μοναχοί, μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και προετοίμασαν με συστηματικό τρόπο την Επανάσταση στην περιοχή. Ο Παπαφλέσσας και άλλοι οπλαρχηγοί φιλοξενήθηκαν πολλές φορές στη Μονή, όπου οργανώθηκαν μυστικές συσκέψεις σχετικά με την πορεία του Αγώνα. Η Μονή προσέφερε στους αγωνιστές του 1821,  9.500 γρόσια, 15 οκάδες ασήμι, 500 γιδοπρόβατα, σιτάρι, κρασί και πολλά άλλα. Η Μονή επίσης είχε  τρεις οπλοφόρους μοναχούς και διέθεσε όλα τα υπάρχοντα της στον Αγώνα. Οι αδελφοί της Μονής έτρεχαν στα στρατόπεδα και διένεμαν τροφές και άλλα χρήσιμα υπάρχοντα στους αγωνιστές. Την Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου χρησιμοποίησε επανειλημμένα ως βάση και ορμητήριο του ο Γέρος του Μωριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όπως άλλωστε αναφέρει και ο ίδιος στα Απομνημονεύματα του. Στο μοναστήρι αυτό εξαπέλυσε και τον φοβερό εκείνο λόγο «τσεκούρι και φωτιά εις τους προσκυνημένους», με τον όποιο προσπάθησε να αποτρέψει την περαιτέρω υποχωρητικότητα και τον συμβιβασμό των Ελλήνων έναντι του Οθωμανού δυνάστη.

Ο ηγούμενος Ναθαναήλ κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειμένου να ανορθώσει τη Μονή από τις υλικές και οικονομικές ζημίες, που υπέστη κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και τη δημιουργία του πρώτου Ελληνικού Κράτους, η Μονή, καθώς και τα άλλα μοναστήρια της περιοχής, έλαβαν αυτοβούλως την απόφαση (1829) να προσφέρουν το απαιτούμενο ποσό για την ίδρυση και την ετήσια λειτουργία στην Κόρινθο του Ελληνομουσείου (σχολείου), με σκοπό τη μόρφωση των ελληνόπουλων.

Η θρησκευτική, εθνική και κοινωνική προσφορά της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου Φενεού υπήρξε μεγάλη καθ’ όλη τη διάρκεια του ελεύθερου βίου του Έθνους, μέχρι την έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε άρχισε η παρακμή. Στα χρόνια της Κατοχής σχεδόν όλοι οι μοναχοί έπεσαν θύματα της φοβερής εμφύλιας διαμάχης και η Μονή κατέστη τόπος μαρτυρίου για πολλούς. Από τότε η Μονή δεν ανέκτησε την παλιά της αίγλη. Η περιουσία της δόθηκε σε ακτήμονες ή παραμένει αναξιοποίητη και η κοινωνική προσφορά της περιορίστηκε σημαντικά. Η Ιερά Μητρόπολη Κορινθίας καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για τη συντήρησή της και η κατάστασή της από πλευράς υποδομών έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια σημαντικά.

Σήμερα προβάλλει επιβλητικό, το τριώροφο και εντυπωσιακό οικοδόμημα που δεσπόζει πάνω από τη λίμνη. Η αυλή της Μονής είναι πλακόστρωτη, ενώ εξωτερικές κλίμακες οδηγούν στους εξώστες των ορόφων των κελιών. Στον α’ όροφο, εκτός από τα κελιά, βρίσκονται δύο παρεκκλήσια. Στον β’ όροφο βρίσκεται η τράπεζα, η κουζίνα και το αρχονταρίκι.

Στο κέντρο της Μονής έχει ανοικοδομηθεί το Καθολικό, το οποίο αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Πρόκειται για βασιλική μετά τρούλου. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού είναι έργο του αγιογράφου Παναγιώτη, με σαφείς επιρροές από την Κρητική σχολή. Είναι «εκφραστικές, ζωντανές, μορφές απαλλαγμένες από το βάρος και την έννοια της επίγειας ζωής και δοσμένες με παραστατικότητα». Εντυπωσιακός είναι ο Παντοκράτωρας στον τρούλο, από τον όποιο κρέμεται εξαιρετικής τεχνικής ξύλινος χορός (πολυέλεος) με μινιατούρες, κατά την αντίστοιχη αθωνική μορφή. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο φέρει εικόνες και παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, διπλό δωδεκάορτο, καθώς και το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου.

Στο Καθολικό είναι αποθησαυρισμένα τίμια λείψανα των αγίων Γεωργίου, Παντελεήμονος, Βλασίου, Παρασκευής, Μαρίνης και Θεοδώρου. Στην ψευδοροφή του πρόναου λειτουργούσε στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας Κρυφό Σχολειό, το οποίο ανέγγιχτο διασώζεται μέχρι σήμερα. Πρόναος και κυρίως ναός επικοινωνούν με τρεις αψιδωτές θύρες. Περιμετρικά του Καθολικού έχουν ανοικοδομηθεί τα διώροφα ή τριώροφα κελιά, με «ξύλινα πατώματα και κάγκελα συνεχόμενα με κεραμιδένιο στέγαστρο». Ακολουθούν οι ξενώνες και η τράπεζα. Από τα σημαντικότερα κτίσματα του συγκροτήματος είναι το πανύψηλο πέτρινο καμπαναριό, στη δυτική πλευρά των κελιών

Στη βιβλιοθήκη της Μονής φυλάσσονται αρκετά παλαιά βιβλία. Οι μοναχοί της ασχολούνται με τα καθιερωμένα διακονήματα, τη συντήρηση και ανακαίνιση της ιστορικής Μονής και την φιλοξενία των επισκεπτών που αφιερώνουν τον λιγοστό χρόνο για να βιώσουν την πνευματική γαλήνη και την ανάταση που αναδύουν από την ιερότητα του χώρου και το μεγαλείο της φύσης.

Η Ι. Μονή υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Κορίνθου, Σικυώνως, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους.

Πηγή : www.monastiria.gr

ΝΟΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ


Chat