ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΥΣΟΥ
Η Μονή Προυσού είναι μοναστήρι του Νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται 31 χιλιόμετρα νότια του Καρπενησίου και 53 βορειοανατολικά του Αγρινίου, 2 χιλιόμετρα από το ομώνυμο χωριό και αποτελεί πνευματικό και προσκυνηματικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Είναι χτισμένη σε απόκρημνη, βραχώδη περιοχή μεταξύ των βουνών Χελιδώνα, Καλιακούδα και της οροσειράς του Παναιτωλικού, η οποία είναι κατάφυτη με έλατα.
Η Ιερά Μονή Προυσού είναι αφιερωμένη στην Παναγία και εορτάζει στις 23 Αυγούστου (στην Απόδοση της Κοίμησης).
Τον 10ο αιώνα εντάθηκαν οι προσπάθειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για εκχριστιανισμό και αφομοίωση των βαρβαρικών λαών της αυτοκρατορίας. Δύο ριψοκίνδυνοι μοναχοί ο Διονύσιος και ο Τιμόθεος, ακολουθώντας τις εντολές του αυτοκράτορα και του πατριαρχείου, έφτασαν στον άγριο αυτό τόπο με τους σκόρπιους ποιμενικούς πληθυσμούς, ενθουσιώδεις και με σκοπό της ζωής τους να κάνουν τους κατοίκους χριστιανούς. Για να μπορέσει να γίνει αποδεκτή η νέα θρησκεία, έστησαν προσκυνητάρι και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, όπου υπήρχε για πολλούς αιώνες, το ανύπαρκτο πια Μαντείο του Οδυσσέα. Όντας εκεί άναψαν μόνιμα έναν πυρσό.
Εξαιτίας του πυρσού αυτού το μοναστήρι που χτίστηκε εκεί τον 12ο αιώνα πήρε το όνομα «Μονή Πυρσού» (“Ορθόδοξος Συναξαριστής”: Σύναξη της Παναγίας η «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας» στις 22-23 Αυγούστου). Το 1587 το καθολικό καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αμέσως μετά ξαναχτίστηκε και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες. Τότε, περί το 1600, φιλοτεχνήθηκε και η εικόνα της Παναγίας.
Η Μονή παρέμεινε ενεργή όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, αν και η φήμη της δεν ήταν πολύ μεγάλη, λόγω και του δύσβατου της περιοχής. Το 1748 η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή.
Λίγα χρόνια πριν την εθνεγερσία του 1821 στάλθηκε στο μοναστήρι ως ηγούμενος, ο αγιορείτης πνευματικός Κύριλλος Καστανοφύλλης. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και η πρόφαση ήταν να διορθώσει τη δήθεν πνευματική και ηθική παρακμή του. Αμέσως και βάση σχεδίου οργάνωσε και λειτούργησε τη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων» (1818-1828).
Η Μονή αποτέλεσε κέντρο πολιτικής καθοδήγησης του απελευθερωτικού αγώνα (υπάρχουν επιστολές του Μαυροκορδάτου κ.α). Έπαιξε δε κρίσιμο ρόλο στην όλη διαχείριση της πολιορκίας του Μεσολογγίου αλλά και στη σωτηρία πολλών μετά την καταστροφή της «Εξόδου». Λειτούργησε δε καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα σαν θεραπευτήριο και αναρρωτήριο τραυματιών.
Ο Καραϊσκάκης είχε το στρατηγείο του στη μονή. Μάλιστα ο στρατηγός Καραϊσκάκης δώρισε το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θέρμη, η οποία τον ταλαιπωρούσε και από την οποία γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στη Μονή. Το Σκευοφυλάκιο της Μονής διαθέτει σήμερα τα όπλα του Καραϊσκάκη.
Μεγάλο μέρος της Μονής κάηκε από τους Γερμανούς στις 16 Αυγούστου του 1944, γιατί αυτή αποτελούσε κέντρο στήριξης των ανταρτών της Αντίστασης. Καταστράφηκαν πολλά κειμήλια, σκεύη, χειρόγραφα και βιβλία, αλλά όχι η πολύτιμη εικόνα της Παναγίας, η οποία είχε τοποθετηθεί σε κρύπτη.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο ξεκίνησε εκ νέου η ανοικοδόμηση της Μονής από τον ηγούμενο Γερμανό, η οποία συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1970 από τον τότε ηγούμενο της μονής και μετέπειτα ηγούμενο της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους Γρηγόριο.
Κατά την παράδοση το όνομα της Μονής οφείλεται στη θαυματουργή εικόνα της «Παναγίας Προυσιώτισσας». Η εικόνα αυτή κατάγεται από την Προύσα της Μικράς Ασίας και εικάζεται ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Η Μονή στην Προύσα ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Θεόφιλος (829-842), ο οποίος ήταν εικονομάχος. Η εικόνα της Παναγίας βρισκόταν σε ναό της Προύσας, αλλά υπό τον φόβο ότι θα καταστραφεί βάσει διατάγματος του αυτοκράτορα, φυγαδεύτηκε στη Στερεά Ελλάδα.
Η παράδοση συνδέει το καταφύγιο της εικόνας, τη σημερινή τοποθεσία της Μονής, με θαύματα που συνέβησαν κατά τη μεταφορά της εικόνας εκεί. Ο νέος που τη μετέφερε, μαζί με κάποιον υπηρέτη του, αποφάσισαν να ιδρύσουν μοναστήρι στο σημείο αυτό καθώς διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατο να μετακινήσουν την εικόνα από εκεί. Οι ίδιοι έγιναν οι πρώτοι μοναχοί, με τα ονόματα Διονύσιος και Τιμόθεος.
Η Ιερά Μονή Προυσού είναι ένα από τα λίγα μοναστήρια που σώζονται στην Ευρυτανία. Το καθολικό της είναι ενδιαφέρων ναΐσκος, σταυροειδής με τρούλο. Στα δυτικά του, στη ρίζα του βράχου, υπάρχει κρύπτη διαμορφωμένη σε παρεκκλήσι. Οι σήμερα σωζόμενες τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν γύρω στο 1785. Μέσα στην κρύπτη διασώζονται στην εξωτερική πλευρά τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, ενώ εσωτερικά υπάρχουν δύο στρώματα, από τα οποία το ένα χρονολογείται στα 1518. Πολύ αξιόλογο είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της κρύπτης, που χρονολογείται στα 1810.
Το Σκευοφυλακίου της Μονής περιέχει πλήθος πολύτιμων χειρόγραφων Κωδίκων, εικόνες, ιερά σκεύη, λειψανοθήκες και βιβλία. Στη Μονή λειτουργεί ενδιαφέρον μουσείο με μέρος των θησαυρών, όπως εικόνες από το 15ο και 16ο αιώνα, ιερά άμφια, αργυρά και χρυσά δισκοπότηρα, χειρόγραφοι κώδικες, τυπογραφημένα βιβλία και το σπαθί του Καραϊσκάκη.
Έξω από τη Μονή υπάρχουν δύο κάστρα αριστερά και δεξιά, οι «πύργοι του Καραϊσκάκη». Υπάρχει επίσης εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, που κτίστηκε το 1754. Τέλος, σώζεται, πλήρως αναστηλωμένο το κτήριο που στέγασε επί Τουρκοκρατίας τη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων» που λειτούργησε στη Μονή.
Πηγή: www.el.wikipedia.org