ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΟΤΑΜΙΟΥ

Η Παναγία του Ποταμιού ή η Κοίμηση της Θεοτόκου βρίσκεται στην παραλιακή τοποθεσία Ποτάμι, σε απόσταση τριών (3) περίπου χιλιομέτρων δυτικά του οικισμού του Καρλοβάσου, στην όχθη μικρού ποταμού που ονομαζόταν Kερκήτιος κατά την αρχαιότητα, και στη βάση ενός μεγάλου βράχου, επάνω στον οποίο σώζονται ερείπια φρουριακής οχύρωσης της βυζαντινής όπως πιστεύεται, εποχής. Η εκκλησία αυτή, ακόμα σε λειτουργία, γνωστή σήμερα ως “Αγιά Σωτήρω” (Μεταμόρφωση του Σωτήρως), θεωρείται παλιότερη της ερήμωσης της Σάμου (1476- 1562).

Τα χαρακτηριστικά που σώζονται στη βόρεια όψη της εκκλησίας κατατάσσουν την “Παναγιά στο Ποτάμι” στην αρχιτεκτονική των Λασκαρίδων. Αυτοί κυριάρχησαν στη Σάμο λίγο πριν τα μέσα του 13ου αιώνα.

Το κτίσμα είναι φανερό ότι έχει υποστεί πολλές αλλοιώσεις. Σήμερα διακρίνονται τρεις κύριες περίοδοι: βυζαντινή, φράγκικη (γενουάτικη), νεοελληνική. Η σημερινή της μορφή, ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου απλού τετρακιόνιου ναού, με εσωτερικές διαστάσεις κάτοψης 5,15 χ 6,45 μ. και ύψος ως την κορυφή του κατά μήκος θόλου 6,90 και 7,10 μ. ως την κορυφή του κατά πλάτος. Βέβαια ο σημερινός τρούλος, τα ανώτερα και άλλα μέρη των εξωτερικών τοίχων πρέπει ν’ αποδοθούν στην τρίτη περίοδο, ενώ το βόρειο παράθυρο γοτθικής αρχιτεκτονικής ανήκει στη γενουάτικη περίοδο, όπως και το νότιο πρόσκτισμα – “σκευοφυλάκιο”. Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται οι τέσσερις κολόνες που στηρίζουν τον τρούλο και είναι ολόσωμες, κυκλικές, από γκριζωπό (ψαρόxρωο κατά παλαιότερους) μάρμαρο, με κορινθιάζοντα κιονόκρανα αρκετά καλής τέχνης, που πιθανολογείται ότι προέρχονται σύμφωνα με όσους έχουν ασχοληθεί με το θέμα, από κάποιο αρχαίο ή παλαιοχριστιανικό μνημείο της περιοχής. Οι δύο από αυτές (προς το ιερό) είναι ενσωματωμένες ως τα κιονόκρανα σε νεότερο τοίχο από λιθοδομή, ο οποίος παίζει το ρόλο του τέμπλου.

Τα περισσότερα, αν όχι όλα τα εσωτερικά τόξα, το κεντρικό μέρος των θόλων των τεσσάρων βραχιόνων, τα λοφία κάτω από τον τρούλο πρέπει να είναι βυζαντινής εποχής το ίδιο και οι θόλοι των γωνιακών διαμερισμάτων, – εκτός του βορειοδυτικού. Από τους θόλους αυτούς οι δύο ανατολικοί είναι κυλινδρικοί, ενώ οι δύο άλλοι δυτικοί κατασκευάστηκαν ως σταυροθόλια όμως το βορειοδυτικό σταυροθόλιο είναι οξυκόρυφο, μπορεί να θεωρηθεί φράγκικη (γενουάτικη) επέμβαση.

Ο νάρθηκας της εκκλησίας είναι γκρεμισμένος. Σώζονται μόνο τμήματα των πλάγιων τοίχων του, σε συνέχεια των πλάγιων τοίχων του κυρίως ναού, που τοπικά φθάνουν σε μεγάλο ύψος, και ίχνη του στην δυτική όψη, που δεν δίνουν δυστυχώς ασφαλείς ενδείξεις για τον τρόπο στέγασής του. Στην πίσω (την ανατολική) άκρη της νότιας πλευράς του κτίσματος υπάρχει η προσθήκη ενός επιπλέον χώρου, βοηθητικής προφανώς χρήσης, στεγασμένου με ενιαίο εγκάρσιο θόλο -σήμερα πεσμένο-του οποίου η είσοδος ήταν μέσα από το χώρο του ιερού.

Παράθυρα, εκτός αυτών του τρούλου και της κόγχης του ιερού, υπάρχουν από ένα και στα τύμπανα των θόλων των κεραιών του σταυρού. Ειδικά δε στο βορινό υπάρχουν δύο ανοιγμένα καθ’ ύψος, από τα οποία το χαμηλότερο είναι οξυκόρυφο.

Από στοιχεία διακόσμησης που σώζονται κυρίως στη βορινή όψη του κτιρίου  -στο μεσαίο και πρόσθιο τμήμα της- βλέπουμε ότι οι εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων -στο μεσαίο ήταν διαμορφωμένες σαν σειρά από αβαθείς, διακοσμητικές, τυφλές αψίδες επάνω σε παραστάδες. Στα τόξα των αψίδων εναλλασσόταν πέτρινοι λαξευτοί θολίτες και πλίνθοι, ειδικά δε στη μεσαία αψίδα που αντιστοιχεί στο τύμπανο του θόλου της εγκάρσιας κεραίας του εγγεγραμμένου σταυρού, εμφανίζονται δύο επάλληλα τόξα, το εσωτερικό από τα οποία ήταν όλο από πλίνθους. Στο τύμπανο της άλλης σωζόμενης αψίδας, γειτονικής (προς τα δυτικά) της μεσαίας, υπάρχει απλό διακοσμητικό στοιχείο σαν ακτινωτός ήλιος, από πλίνθους.

Σε τμήμα της νότιας όψης επίσης, που έχει αποκαλυφθεί με τη πτώση του θόλου του εκεί πρόσθετου χώρου, διασώζονται κάποια ίχνη διακόσμησης χαρακτής και χρωματικής επάνω σε επίχρισμα. που με εναλλαγές λωρίδων σε χρώματα ώχρας και κεραμιδί προσπαθούσε να μιμηθεί το πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας. Κατά τα άλλα, οι τοίχοι είναι από απλή αργολιθοδομή η οποία έχει αποκαλυφθεί κατά μεγάλο μέρος και στις επιφάνειες του εσωτερικού και, κυρίως, των Θόλων. Οι τελευταίοι καλύπτονται εξωτερικά από σχιστόπλακες, που σήμερα πια έχουν σχεδόν χαθεί κάτω από τα αλλεπάλληλα τσιμενταρίσματα. Με τσιμέντο επίσης είναι διαστρωμένο το δάπεδο του χώρου, όπου τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και μια άτεχνη πλακόστρωση.

Η σημερινή Αγία Τράπεζα αποτελείται από τμήμα αρχαίου αρραβδωτούς κιονίσκου και θραύσμα ολόλευκης μαρμάρινης πλάκας. Αυτή είναι λοξότμητη εμπρός και διακοσμημένη έντεχνα με σταυρό, πυροστρόβιλους, κ.ά.

Αλλά διακοσμημένη είναι και η κάτω έδρα της, – αποτελούσε λοιπόν μέρος του κοσμίτη του βυζαντινού τέμπλου που αντιστοιχούσε στο υπέρθυρο της Ωραίας Πύλης. Θραύσματα από στυλίσκους, υφαψίδια, λοξότμη τους διακοσμημένους κοσμήτες σώζονται εντοιχισμένα ή όχι στην εκκλησία. Λέγεται ακόμα ότι μεγάλος αριθμός μαρμάρινων μελών βρέθηκε κατά καιρούς, χωρίς να φυλαχτούν. Σώθηκαν τρία θραύσματα μαρμάρινων πλακών, που μπορεί ν’ αποδοθούν στα θωράκια του βυζαντινού τέμπλου. Στο μεγαλύτερο απ’ αυτά εικονίζεται επιπεδόγλυφος ακέφαλος κορμός λέοντα ανορθωμένου στα πίσω πόδια με κυματιστή ουρά.

Στην κεντρική αψίδα διακρίνεται κάτω από τα επιχρίσματα ίχνος τοιχογραφίας, και στο μέσο ύψος του νότιου τοίχου ίχνος χρωμάτων.

Ο δρόμος για τον ναό είναι καλός. Υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Σάμου, Ικαρίας και Κορσέων.

Πηγή : www.gtp.gr, Ορθόδοξα Ελληνικά Μοναστήρια του Δημητρίου Θ. Κόκορη

ΝΟΜΟΣ ΛΕΣΒΟΥ


Chat