ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΤΖΑΓΚΑΡΟΛΩΝ
Οικοδομήθηκε στο χώρο του ναού του Αγίου Παύλου που ανήκε στην οικογένεια των Μουρτάρων. Στην απογραφή του 1637 αναφέρεται ως μονή και ναός του Αγίου Παύλου. Οι Μουρτάροι ήταν μια από τις 63 οικογένειες προσφύγων ευγενών που κατέφυγαν στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη μετά το 1453. Ο Ιωάννης (Ιερεμίας) και ο Λουκάς (Λαυρέντιος) ήταν αδελφοί, από την οικογένεια των Τζαγκαρόλων, ορθοδόξων ευγενών βενετοκρητικής καταγωγής. Ο Ιερεμίας το 1589 ήταν απλός μοναχός στο Γδερνέτο, μάλλον μαζί με το Λαυρέντιο, αλλά έφυγαν δυσαρεστημένοι. Τότε αποφάσισαν την ανοικοδόμηση της Αγίας Τριάδας και ο Ιερεμίας μετέβη στο Άγιο Όρος για να βρει σχέδια του οικοδομήματος. Αρχικά έμεινε στη μονή Βατοπεδίου, όπου ορίστηκε ξυλοφόρος (να μεταφέρει ξύλα για τους μοναχούς) και αντέγραψε κάποια σχέδια των οικοδομών. Ύστερα πήγε στη Λαύρα, ανέλαβε το ίδιο έργο και σχεδίαζε μυστικά για αρκετό καιρό. Από μια φιλονικία μεταξύ των πατέρων σε μια φράση της Γραφής, διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν κάποιος απλός μοναχός, αναγκάστηκε να αποκαλυφθεί και του επέτρεψαν να αντιγράφει σχέδια.
Η οικοδόμηση της μονής της Αγίας Τριάδος φαίνεται ότι είχε ήδη αρχίσει από τα τέλη του ΙΣΤ΄ αι. και ηγούμενος ήταν ο Λαυρέντιος, που όμως πέθανε από δηλητηρίαση στην Αγία Κυριακή Χαλέπας και ετάφη στην Αγία Τριάδα πριν την ανέγερση της μονής. Τον διαδέχτηκε στην ηγουμενία ο Ιωακείμ Σοφιανός, γόνος Χανιώτικης οικογένειας με πολιτικά δικαιώματα, που τελείωσε μεγάλο μέρος του περιβόλου μέχρι το 1610. Πέθανε αφήνοντας σημαντική περιουσία, αλλά όρισε στη διαθήκη του τα εισοδήματα να διανέμονται στους μοναχούς κατά τα πρότυπα της ιδιόρρυθμης διαβίωσης και άφησε τη διαχείριση σε λαϊκούς επιτρόπους. Άμεση συνέπεια ήταν η παραμέληση της περιουσίας της μονής, με αποτέλεσμα την καταστροφή της και την εκτροπή της σε ιδιόρρυθμη. Γι’ αυτό οι κρατικοί επίτροποι των Χανίων το 1610 υπέβαλαν αίτηση στο ρέκτορα για την οργάνωση της μονής και την ανάθεση της ηγουμενίας στον Ιερεμία, που ήταν μοναχός της Αγίας Κυριακής.
Ο Ιερεμίας πρότεινε να γίνει η Αγία Τριάδα κοινόβιο και του ανατέθηκε η ηγουμενία της για εξαετία, τον Ιανουάριο του 1611. Οι κυριότερες οικοδομικές εργασίες έγιναν μεταξύ 1622-1634. Κατασκευάστηκαν η στέρνα ανατολικά του περιβόλου και ισόγεια οικοδομήματα το 1613 (επιγραφή στην οιναποθήκη), τα κλάουστρα (τοξωτά διώροφα κελιά), το ηγουμενείο και άρχισε η ανοικοδόμηση του ναού. Ο πυλώνας κατασκευάστηκε το 1634 και η πρόσοψη του Καθολικού φέρει επιγραφή 1636, άρα ολοκληρώθηκαν μετά το θάνατο του Ιερεμία το 1634. Το οικοδόμημα για την εποχή, ήταν ασυνήθιστο και επιβλητικό, κτιζόταν συνεχώς επί μισό αιώνα και με προσπάθεια πολλών ανδρών, αρχόντων και ιερωμένων, λαϊκών και μοναχών.
Το καθολικό όμως δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι Τούρκοι κατάλαβαν τα Χανιά και γι’ αυτό κατασκευάστηκε ξύλινος τρούλος. Την πρώτη εκατονταετία της τουρκοκρατίας η μονή προόδευε, αλλά οι καταπιέσεις των γενιτσάρων, οι φόροι και τα χρέη την έφεραν σε πτώχευση. Στα τέλη Ιουνίου 1821 οι Τούρκοι όρμησαν στο Ακρωτήρι, οι μοναχοί διέφυγαν στα βουνά και οι Τούρκοι πυρπόλησαν και ερήμωσαν τη μονή. Κάηκε ο ξύλινος τρούλος, ένας εντυπωσιακός βενετσιάνικος πολυέλαιος, με δικεφάλους και εμβλήματα του οίκου της Αυστρίας, αφιέρωμα ενός προξένου, το πλούσιο και επιχρυσωμένο τέμπλο και το κουβούκλιο της Αγίας Τράπεζας. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν και άρπαξαν εικόνες, αφιερώματα, δυο αργυρά ευαγγέλια, σταυρούς, αργυρές καντήλες, λαμπαδοστάσια, δισκοπότηρα, θυμιατά, εγκόλπια, ράβδους, μίτρες, δικηροτρίκηρα, κειμήλια, κώδικες, βιβλία, μέρος του Αρχείου, την παλιά εικόνα των Εισοδίων της Τριμάρτυρης και βεβήλωσαν τους τάφους στο παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης και στο οστεοφυλάκιο. Η μονή ερημώθηκε και μόλις το 1827 με γραπτή άδεια του Μουσταφά πασά οι ιερομόναχοι Καλλιόπιος και Γρηγόριος, Ακρωτηριανοί στην καταγωγή, εγκαταστάθηκαν στη μονή. Διαπίστωσαν όμως ότι η κατοίκησή τους δεν ήταν ασφαλής, αφού Σελινιώτες Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στο Ακρωτήρι και νέμονταν κτήματα της μονής. Έτσι την εγκατέλειψαν και επανήλθαν με γραπτή άδεια (5/11/1830), μαζί με όσους μοναχούς επέζησαν από την επανάσταση. Ανέθεσαν τη διεύθυνση της μονής στον γέροντα Ιλαρίωνα Στρατηγάκη, επισκεύασαν τα οικήματα, η μονή έγινε κατοικήσιμη και στέγασαν τον τρούλο του καθολικού.
Το 1832-33 ιδρύθηκε στη μονή Ελληνικό σχολείο και το 1862 επίσης Ελληνικό σχολείο με διευθυντή το μοναχό Ιερεμία Βερναδάκη και άλλο Ελληνικό σχολείο στα Χανιά με έξοδα της μονής, η οποία επιπλέον συντηρούσε σπουδαστές και χορηγούσε υποτροφίες. Ακόμη, η Αγία Τριάδα έδινε 30.150 γρόσια για τα σχολεία, από τα 60.000 γρόσια που έδιναν ετησίως οι τέσσερις μονές των Χανίων. Το 1892 ιδρύθηκε εδώ το Ιεροδιδασκαλείο για την εκπαίδευση Ιερέων και διδασκάλων, το οποίο μετεξελίχτηκε σε Ιερατική Σχολή το 1930.
Στην επανάσταση του 1866 πολλοί μοναχοί την εγκατέλειψαν, φοβούμενοι επιθέσεις των Τούρκων αν και η μονή προστατεύθηκε από τουρκική φρουρά και δεν υπέστη καμιά ζημιά. Το καλοκαίρι του 1889 στη μονή κατέφυγαν 2.000 χριστιανοί για να προστατευθούν. Στις 24/1/1897 οι επαναστάτες ύψωσαν στην Αγία Τριάδα την ελληνική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης η μονή αποτελούσε ξενώνα, αποθήκη και νοσοκομείο των επαναστατών, και ήταν ο κύριος τροφοδότης του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου. Ακόμη χορηγούσε τροφές στους Ακρωτηριανούς και στα περίπου 2.000 πεινασμένα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στα φαράγγια της περιοχής.
Με το Νόμο 276/1900 η μονή χαρακτηρίστηκε ως διαλυτή. Ο επίσκοπος Νικηφόρος διέταξε τους μοναχούς να εγκατασταθούν έξω από τη μονή, για τη στέγαση του ιεροδιδασκαλείου, εκείνοι όμως αρνήθηκαν προβάλλοντας το σταυροπηγιακό χαρακτήρα της και ξεκίνησε διένεξη. Από τη μια πλευρά οι μοναχοί που υποστηρίχθηκαν από τις εφημερίδες και τους βουλευτές της δυτικής Κρήτης και από την άλλη ο Νικηφόρος και ο Σύμβουλος Παιδείας και Δικαιοσύνης Α. Βορεάδης. Οι εφημερίδες των Χανίων και οι βουλευτές της δυτικής Κρήτης υποστήριξαν τη διατήρησή της, επικαλούμενοι θρησκευτικούς, εθνικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς λόγους και τις μεταποιήσεις χώρων με δαπάνες των μοναχών για το ιεροδιδασκαλείο. Το ζήτημα απασχόλησε τη Σύνοδο της Κρήτης και το Πατριαρχείο, συντάχθηκαν πρακτικά και πλήθος έγγραφα, οι μοναχοί επέμεναν και η έριδα έληξε μετά την ανασύσταση των μονών με το Ν. 553/1903. Συνολικά η συμβολή της στο έθνος και στην παιδεία ήταν εντυπωσιακή.
Ως κτίσμα είναι το εντυπωσιακότερο μοναστικό συγκρότημα των Χανίων. Είναι φρουριακού τύπου, σχηματίζει ένα μεγάλο τετράπλευρο και στο κέντρο της κυριαρχεί το εντυπωσιακό Καθολικό. Ο ναός είναι μονόχωρος τρίκογχος με τρούλο και πρόναο, και δυο μικρά παρεκκλήσια ενσωματωμένα, το νότιο των Ταξιαρχών, το βόρειο του Τιμίου Προδρόμου και άλλα δυο πάνω από τα οποία το νότιο του Τιμίου Σταυρού και το βόρειο των Αγίων Αποστόλων που εγκαινιάστηκαν το 1863. Νοτιοανατολικά του ναού υπάρχει το παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης κτισμένο το 1612. Από τα σημαντικότερα δείγματα της Κρητικής αναγέννησης, η μονή συνδυάζει στοιχεία της Ορθόδοξης μοναστηριακής πρακτικής με δυτικές αρχιτεκτονικές μορφές και έτσι εκφράζεται η σύγκλιση της βυζαντινής τέχνης με τις αναγεννησιακές τάσεις. Χαρακτηριστικά της είναι η αυστηρή συμμετρία και η χρήση μορφών από την κλασική αρχαιότητα. Στην πρόσοψη εντυπωσιάζουν οι δωρικοί κίονες με επιγραφή στο υπέρθυρο δηλωτική της αφιέρωσης «ΕΙΣ ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΡΙΣΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΝ». Στο θριγκό του ναού τα γράμματα ΒΓΥΘΤΠ και στην είσοδο επιγραφή αναφέρει τους κτήτορες Ιερεμία και Λαυρέντιο και το έτος ΑΧΛΔ=1634.
Για το κτίσιμο της μονής αφιέρωσαν μεγάλες εκτάσεις οι οικογένειες των Μουρτάρων και των Τζαγκαρόλων, ο ηγούμενος Ιωακείμ Σοφιανός, ιερομόναχοι και κτηματίες σε διάφορες περιοχές των Χανίων. Τα μετόχια της κατά καιρούς ήταν ο Άγιος Παύλος (σήμερα κατασκηνώσεις), ιδιοκτησία ιερομονάχου επί Ιερεμία κτήτορος, ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων στον Παζινό που ίσως ανοικοδομήθηκε το 1637, ο Άγιος Ονούφριος στα Κουνουπιδιανά, ο Άγιος Αντώνιος στο Βόθωνα, ο Άγιος Νικόλαος στο Φουρνόσχισμα, η Αγία Μονή του Σαρακήνα στις Μουρνιές, ο Προφήτης Ηλίας Μουρνιών (1637), η Χαρωδιά, το Καρύδι, η Αγιά Φωτεινή στα Τσικαλαριά, ο Άγιος Δημήτριος στις Στέρνες, η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Μουζουρά, το Γενέσιο της Θεοτόκου στην Περβολίτσα (τέλη ΙΖ΄ αι.), η Κοίμηση της Θεοτόκου στα Χωραφάκια, η Μεταμόρφωση στη Λαθήρα, ο Άγιος Γεώργιος στους Φεγγίτες Ακρωτηρίου (1637), ο Άγιος Ιωάννης στο Σαμόλι και ακόμη στα Τοπόλια και στο Κακοδίκι.
Ο Tournefort γράφει ότι άλλοτε είχε 100 μοναχούς αλλά το 1700 μόνο 50, το 1778 είχε 12, το 1794 αναφέρονται πολλοί μοναχοί, πριν από το 1821 ήταν 50 μοναχοί και 13 διάκονοι, περίπου 30 την περίοδο 1838-1866 και 22 στην απογραφή του 1881.
Στο μουσείο εκτίθενται τα κειμήλια που διασώθηκαν και είναι κυρίως εικόνες, άμφια, ιερά σκεύη, χειρόγραφα, παλαίτυπα βιβλία και επίσημα έγγραφα.
Ἀπολυτίκιον Πεντηκοστῆς. Ἦχος πλ. δ΄.
Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Πηγή: imka.gr